- προσκαρτερώ
- προσκαρτερῶ, -έω, ΝΜΑ [καρτερῶ]επιμένω με καρτερία, εξακολουθώ με πολλή επιμονή («προσεκαρτέρει τῇ πολιορκίᾳ τὸν χειμῶνα», Διόδ.)νεοελλ.δεν χάνω το θάρρος μουαρχ.1. προσκολλώμαι σε έναν άνθρωπο και τού είμαι πολύ πιστός («προσκαρτερῶν τῷ Φιλίππῳ», ΚΔ.)2. (για υπηρέτη) μένω στην υπηρεσία κάποιου3. παραμένω σε αναμονή στο δικαστήριο («προσκαρτερῆσαι τῷ κριτηρίῳ», πάπ.)4. επιδίδομαι με ζήλο σε ένα έργο ή σε μια ασχολία, αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι («προσκαρτερεῑν τῇ ἑαυτῶν γεωργίᾳ», πάπ.)5. (για πρόσ.) αναμένω («προσκαρτερεῑν ἕως ἂν Ἐτέαρχος παραγένηται», πάπ.)6. φρ. «ὁ προσκαρτερούμενος χρόνος» — ο χρόνος τού οποίου γίνεται επιμελής χρήση (Διόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.